επεγκεράννυμαι

επεγκεράννυμαι
ἐπεγκεράννυμαι (Α)
αναμιγνύω επί πλέον, ανακατώνω κάτι με κάτι άλλο («πολλὴν δὲ τὴν τῶν ἐναντίων κρᾱσιν ἐπεγκεραννύμενος», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγκεράνυμι «ανακατώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”